- εὐώνῳ
- εὔωνοςof fair pricemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευωνώ — εὐωνῶ, έω (Α) [εύωνος] αγοράζω φθηνά … Dictionary of Greek
επευωνούμαι — ἐπευωνοῡμαι, έομαι (Μ) [ευωνώ] υποτιμώμαι … Dictionary of Greek
σιτευωνώ — έω, Α αγοράζω σιτάρι και τό πουλώ σε χαμηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + εὐωνῶ «αγοράζω φθηνά»] … Dictionary of Greek